- ἀλλοεθνεῖς
- ἀλλοεθνήςof foreign nationmasc/fem acc plἀλλοεθνήςof foreign nationmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
RAMESSES Regum in inferiore Aegypto XVIII — RAMESSES Regum in inferiore Aegypto XVIII. successit Usi, dum Musthis in Thebaide, Sesochris apud Thinitas, apud Memphitas Bi cheres imperarent, Abrahamus vero Patriarcha paulo ante obiisset. Regnavit annos 29. successore Ramesse Mene. Ioh.… … Hofmann J. Lexicon universale
ελληνόγλωσσος — η, ο (για αλλοεθνείς) αυτός που έχει ως μητρική γλώσσα την ελληνική («ελληνόγλωσσοι Βούλγαροι») … Dictionary of Greek
ετερογνήσιος — ἑτερογνήσιος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε διαφορετικό γένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερογνήσιον οι αλλοεθνείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γνήσιος] … Dictionary of Greek
κεφαλικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλικός, ή, ον) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο κεφάλι (α. «κεφαλική φλέβα» β. «κεφαλικός δείκτης» ο λόγος τού μέγιστου μήκους προς το μέγιστο πλάτος τής κεφαλής πολλαπλασιαζόμενος επί εκατό γ. «κεφαλικοὶ… … Dictionary of Greek
μυρτάτοι — και μουρτάτοι, οἱ (Μ) ονομασία σώματος τοξοτών φρουρών στον περίβολο τού βυζαντινού παλατιού κατά τους τελευταίους αιώνες τής αυτοκρατορίας, το οποίο ήταν συγκροτημένο από μουρτάτους, δηλαδή εκχριστιανισμένους αλλοεθνείς … Dictionary of Greek
Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… … Dictionary of Greek
δέκατος — η, ο τακτ. αριθμ. επίθ. 1. αυτός που στη σειρά βρίσκεται στον αριθμό δέκα: Ήρθε δέκατος στις εισαγωγικές εξετάσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., δέκατο το καθένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός διαιρεμένου πράγματος: Το ένα δέκατο του πληθυσμού είναι αλλοεθνείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)